πρόσχωση

πρόσχωση
η / πρόσχωσις, -ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι]
επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
γεωλ.
1. απόθεση γαιωδών υλικών η οποία γίνεται από τα ρέοντα ύδατα, τους παγετώνες και τον άνεμο
2. (νομ.) το σύνολο τών φερτών υλών που επί μεγάλο χρονικό διάστημα εναποθέτει ανεπαίσθητα ένας ποταμός και που, ως έδαφος, ανήκουν στον κύριο τού παρόχθιου κτήματος
αρχ.
1. η ύψωση τής στάθμης τών υδάτων τής θάλασσας και η έξοδός τους στην ξηρά όπου αποθέτουν ιλύ («τοιοῡτον δ' ἔστι καὶ ἡ τοῡ Νείλου ἀνάβασις καὶ ἡ πρόσχωσις τοῡ πελάγους», Στράβ.)
2. ανάχωμα που εγείρεται για να χρησιμοποιηθεί εναντίον κάποιου τόπου («φοροῡντες δε ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῡ χώματος ἐς τὸ μεταξὺ... τοῡ... τείχους καὶ τῆς προσχώσεως», Θουκ.)
3. επισώρευση χώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόσχωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του προσχώνω, ο σχηματισμός ξηράς ή η επέκταση της ξηράς στις εκβολές ποταμών: Τα δέλτα των ποταμών γίνονται από τις προσχώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσχώσῃ — προσχώσηι , πρόσχωσις process of silting up fem dat sg (epic) προσχόω aor subj mid 2nd sg προσχόω aor subj act 3rd sg προσχόω fut ind mid 2nd sg προσχώννυμι heap upon aor subj mid 2nd sg προσχώννυμι heap upon aor subj act 3rd sg προσχώννυμι heap… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • προσχωτικός — ή, ό, Ν [πρόσχωση] 1. ο σχετικός με την πρόσχωση 2. αυτός που σχηματίστηκε από προσχώσεις («προσχωτικά εδάφη») …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • έγχωσις — ἔγχωσις, η (Α) πρόσχωση, κάλυψη με ιλύ, χώμα ή άλλη ύλη …   Dictionary of Greek

  • αλλουβιακός — ή, ό (Γεωλ.) ο αποτελούμενος από προσχώσεις ή ο προερχόμενος από πρόσχωση «αλλουβιακά ριπίδια», «αλλουβιακό πεδίο», «αλλουβιακός σχηματισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλούβια, πρβλ. αγγλ. alluvial ή alluvian] …   Dictionary of Greek

  • εγχωμάτωση — η πρόσχωση με ιλύ, χώμα ή άλλη ύλη …   Dictionary of Greek

  • εγχώννυμι — ἐγχώννυμι (AM) (Α και ἐγχωννύω) μσν. (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα αρχ. 1. γεμίζω με χώμα 2. (για ποταμούς) κάνω πρόσχωση …   Dictionary of Greek

  • πρόσχωμα — το, ΝΑ [προσχώνυμι] χώμα ή λάσπη που συσσωρεύθηκε από πρόσχωση («Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι», Αισχύλ.) νεοελλ. γη κοντά σε ακτή η οποία σχηματίστηκε από την ιλύ ποταμού, πρόσχυση, προσχωματική έκταση αρχ. συσσώρευση χώματος για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”